«Ὄχι, δέν ὑπάρχουν ἄλλα σπίτια. Αὐτή ἡ περιοχή ἔχει μόνον ἔνα σπίτι, αὐτό ἐδῶ. Καί γιά τόν λόγο αὐτό δέν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα στήν περιοχή παρά αὐτό. Λέγεται ἡ περιοχή «σπίτι». Ξέρετε ὅμως γιατί ἔχει μόνον ἕνα σπίτι;».
«Ὄχι».
«Ἄν εἶχε ἄλλο σπίτι, τότε δέν θά κτιζόταν αὐτό ἐδῶ τό σπίτι…».
«Δηλαδή ἡ ὕπαρξη τοῦ σπιτιοῦ καί μόνον ἀποτελεῖ ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλο σπίτι γύρω;».
«Ναί».
«Αὐτό κάνει ἀναγκαστική τήν διαμονή μας ἐδῶ γιά λίγο».
«Δηλαδή;».
«Νομίζω πώς πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε τό σπίτι γιά ὁρμητήριο, κατά κάποιον τρόπο. Πρέπει νά ψάξουμε τήν περιοχή «σπίτι» σχολαστικά».
«Ἔχουμε ἕναν χάρτη, θά τόν χωρίσουμε σέ τμήματα…».
«Μμμ. Κι ἄν ἀρνηθῶ; Θά μέ βγάλετε στ’ ἀλήθεια ἀπό τό πρόγραμμά μου».
«Θά χρειαστεῖ τότε νά ἐπιτάξουμε τό σπίτι. Φοβᾶμαι πώς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι».
«Ἀκούγεται κάπως ὑπερβολικό… Κι ἄν σᾶς ζητήσω κάτι, θά μπορούσατε νά τό κάνετε;».
«Σάν τί;».
«Ὑπάρχουν δουλειές του σπιτιοῦ πού μέ ταλαιπωροῦν ἐδῶ καί καιρό. Θά μπορούσατε νά μέ βοηθήσετε νά ἀντιμετωπίσω τουλάχιστον μία ἀπό αὐτές;».
«Τί εἴδους δουλειά ἐννοεῖτε;».
«Μιά μεταφορά, παραδείγματος χάριν».
Οἱ ἄνθρωποι κοιτάζονται μεταξύ τους μέ ἔκπληξη.
«Μεταφορά;».
«Ναί. Βλέπετε αὐτήν τήν πολυθρόνα πάνω στήν ὁποία κάθομαι».